|
ο уст. снаряд #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово снаряд? — γκιουλές как с (ново)греческого переводится слово γκιουλές? — снаряд — δεκαπενταετής — αγριομούτσουνος — διαγράμμισμός — αφρονημάτιστος — προξενιά — παραξενεύω — διατάσσω — δερβένι — ονομάζω — νείδι — χαμηλόβαθμος — λαμπίζω — κανοναρχώ — ταριχεύω — χάμω — πούτσα — ασπούδαχτος — βωλοκοπω — αρήλογος — αδικώ — ηφαίστειο |
|||