Новогреческий словарь
γκιουλές
γκιουλές
ο уст.
снаряд
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
снаряд
? —
γκιουλές
как с
(ново)греческого
переводится слово
γκιουλές
? — снаряд
#
(ново)греческий словарь
—
κούτελο
—
τοιχογραφία
—
κηρώδης
—
ανθρωποσφαγή
—
χαρτοφυλάκιο
—
εσωτερικότητα
—
γρηγορώ
—
μέλπω
—
πεντάλεπτος
—
κούραση
—
αδολίευτος
—
αυτοακρωτηριάζομαι
—
καυκάσιος
—
Ισλανδός
—
παρασπόρα
—
ακριβός
—
κάννουλα
—
αδικοπραξία
—
φαρδύς
—
έγερση
—
διακελεύομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве