Новогреческий словарь
διαβεβαιωτικός
διαβεβαιωτικός
подтверждающий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
подтверждающий
? —
διαβεβαιωτικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαβεβαιωτικός
? — подтверждающий
#
(ново)греческий словарь
—
συναρμόζω
—
θάφτω
—
σαφηνισμός
—
βαρύχορδο
—
φυσιοθεραπεία
—
μαξιμαλιστής
—
τάρσωμα
—
καταϋποχρεώνω
—
εφάπτομαι
—
μοιράστρα
—
αμερικάνικος
—
κλαυθμύρισμα
—
ρέκασμα
—
μασητήρας
—
στρόφιγξ
—
κρατητήριο
—
επιβολέας
—
καρυδόφλουδα
—
ντράγκα
—
υποδεσπόζουσα
—
στομαχάκι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,