|
беременная (о живых существах женского пола) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово беременная? — έγκυος как с (ново)греческого переводится слово έγκυος? — беременная — σπλάχνο — μπανιστήρι — οκτωβριάτικος — τολμώ — κάτσιασμα — τηγανιά — μαρμάρινος — ξεγλίστρημα — ενεργειοκρατία — γλυκολυπάμενος — συζητήσιμος — κοινωνιολογία — ατμοπλοϊκώς — πάγουρος — ναύλωμα — μεραρχιακός — νεκροφάγος — μανάβικο — καλογηροσύνη — ραχιαλγία — μοναδικός |
|||