|
η утка; === κάνω τήν ~ — а) строить из себя незнающего; прикидываться незнающим, дурачком; б) отмалчиваться, не реагировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово утка? — πάπια как с (ново)греческого переводится слово πάπια? — утка — σύμμιξη — μακροσκοπία — αμφιβολία — ενικός — οιδαλέος — χρηματιστικός — αποφατικά — υποχρεωτικότητα — πνευματολογία — επιτροχάδην — μπόρ — λοχανόσπορος — θές — φασίνα — εκπολιόρκηση — σπαργάνωμα — αρμενιστί — μανιακός — ελαφρόνους — μίλημα — δραματουργία |
|||