|
το прям., перен. бальзам #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бальзам? — μπάλσαμο как с (ново)греческого переводится слово μπάλσαμο? — бальзам — ξεσπαθώνω — υπαίτιος — ανασαλεύω — αποτιμώ — επιδίδομαι — αισθητήριο — βογγώ — εθελοθυσίο — παρατάσσω — γαλακτίτης — καλωσυνεύω — καπαρντίνα — κούρσον — αθωότητα — λαγοκοίμητος — κοθορισμένος — επαγγελματίας — μειοψηφικός — αντιρραπίζω — ηλιοβούτημα — λαγωός |
|||