|
η деревенская девушка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово деревенская девушка? — επαρχιωτοπούλα как с (ново)греческого переводится слово επαρχιωτοπούλα? — деревенская девушка — καρβουνέμπορος — υπνολαλιά — ολόσγουρος — σούρα — ακροχορδών — κιότεμα — καρκινικός — τουρκόπιασμα — φοινικοειδής — τοκοχρεωλύσιο — μύθευμα — αγουροσύνη — ωσότου — αντιγραφικός — Ιανουάρης — ονομάζομαι — βακτήριο — ασουρωτός — ηλεκτρολύτης — χοντροκοπιά — φαινόμενο θερμοκηπίου |
|||