|
το рыхление (пашни) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рыхление? — ψιλοχωμάτισμα как с (ново)греческого переводится слово ψιλοχωμάτισμα? — рыхление — μέγγενα — νεροσυρμή — ξεροβούνι — φίλυπνος — προδόρπιον — προσραφή — υποφυλακτήρ — μανθόσουπα — κράσος — δασόφυτος — πευκώνας — αγουρίδα — αιχμαλωτισμός — βαρυστόμαχος — μελίγονο — ρουφώ — αμάτιαγος — ζενίθιος — οπλασκία — οφθαλμοσκόπιο — κοντινός |
|||