|
αόρ. от αναρρηγνύω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανέρρηξα? — — καταλαλητό — παραμερίζω — λαδερό — κοντοσούβλι — εμπεριεκτικός — σαφρακιάζω — οστεόφθιση — ξαπλωτά — φεγγαριασμένος — διακοσάρι — μουντός — επικοινωνία — ελαιουργία — κριθάλευρο — στράκα — συντέλεια — βραχυχρόνιος — πλεκτικός — καρβουνίδι — τάγγη — αχταρμάς |
|||