|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ωοθυλάκιο? — — υφάντρια — λικεράκι — παραδοχή — παγόπληκτος — πολεμιστήριος — δακρυϊκός — κατεξανίσταμαι — προγούλι — ρατσιστικά — αυτοκαλλιεργούμαι — τοματοπολτός — παγανός — έκταχτος — εξαρμόζω — μοσχομάγκα — μπουσουλάω — ανταπαιτητής — δρυάδα — διάχρυσος — ότι — τσικνίδα |
|||