|
свежеокрашенный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово свежеокрашенный? — αρτιβαφής как с (ново)греческого переводится слово αρτιβαφής? — свежеокрашенный — απολλοτριωτός — είχα — απόκτηση — εκπέτασμα — εξώνω — κουρούπι — πρωτοκολλητής — μαζώνω — ενενηκονταετής — μετακομίζω — καλυτέρευση — μποέμικα — οξείδωση — αβλέπτημα — σκουντώ — νταμωτός — στοματοπάθεια — μιλιόνι — φράχτη — ομονοώ — ζεύξη |
|||