|
το двоеточие #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двоеточие? — δίστιγμο как с (ново)греческого переводится слово δίστιγμο? — двоеточие — αξιολάτρευτος — φουρνόφτυαρο — κουφόνους — εννιά — αϊτοφτέρουγος — αυγουλάτος — σοβατεπί — ραδιολογικός — αφεντιά — καταφερτζού — χαρμόσυνος — λιγδιάρικος — τενεκεδάκι — άστυ — λίχνισμα — γύναιο — δοκώ — εκδηλωτικός — Κρυσταλλία — δάγγειος — χλοερός |
|||