|
η прям., перен. марионетка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово марионетка? — μαριονέττα как с (ново)греческого переводится слово μαριονέττα? — марионетка — γλυκόξινος — χαρίεις — αδιαφόρετος — γαλάζος — κλινικά — θαυμαστικός — βελονοφοβία — πηλοβασία — μαία — ταμιακός — λουλάκιασμα — εκφυλιστικός — αμαξάδικο — άπωθεν — νυχτοκάντηλο — ονοματοθετώ — ατίμωση — ανθρακώδης — εγκυκλοπαιδικότητα — απαραφύλακτος — γρόθος |
|||