μαριονέττα

формы словаβ
μαριονέττα
η прям., перен. марионетка



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово марионетка? — μαριονέττα
как с (ново)греческого переводится слово μαριονέττα? — марионетка


γλυκόξινοςχαρίειςαδιαφόρετοςγαλάζοςκλινικάθαυμαστικόςβελονοφοβίαπηλοβασίαμαίαταμιακόςλουλάκιασμαεκφυλιστικόςαμαξάδικοάπωθεννυχτοκάντηλοονοματοθετώατίμωσηανθρακώδηςεγκυκλοπαιδικότητααπαραφύλακτοςγρόθος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit