|
(-ιδος) η 1) заговорщица; 2) конспиратор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заговорщица? — συνωμότιδα как на (ново)греческом будет слово конспиратор? — συνωμότιδα как с (ново)греческого переводится слово συνωμότιδα? — заговорщица, конспиратор — φαταούλας — διπλασιασμένος — απριόνιστος — ρουτινιέρικος — ισχυρότητα — κουτσούνα — μουχλιάζω — γαλοκτούχος — αβυσσος — εγωτιστής — αποχρωμάτισμός — χρησιμοποιούμαι — κουνιάδα — σκοτιδιάζω — αλληλεγγυότητα — λιγοψυχία — αποκαμωμός — μηναλλάγια — φαλακρώνω — χρυσοκόλληση — ψυχοπονάω |
|||