Новогреческий словарь
εύτηκτον
εύτηκτον
το (легко)
плавкость
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
плавкость
? —
εύτηκτον
как с
(ново)греческого
переводится слово
εύτηκτον
? — плавкость
#
(ново)греческий словарь
—
ομολογουμένως
—
αναγκεμένος
—
πρόχειρα
—
εγκόσμια
—
ακλήτευτος
—
βουρτσίζω
—
προκαταβάλλω
—
εγκαρτερησία
—
ζεστό
—
τσιγκούνικα
—
γουστέρα
—
γροικιέμαι
—
διημέρευση
—
ανεπιθυμία
—
ερρινισμός
—
γενναίος
—
πτωματικός
—
δευτεραίος
—
σαγανάκι
—
ανιδιοτελές
—
εργασμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве