Новогреческий словарь
υπόδημα
υπόδημα
το (чаще мн.ч. ) 1)
обувь
;
ανδρικά ~ήματα — мужская обувь
;
γυναικεία ~ήματα — женская обувь
;
παιδικά ~ήματα — детская обувь
;
λαστιχένια ~ήματα — резиновая обувь
;
2)
сапоги
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
обувь
? —
υπόδημα
как на
(ново)греческом
будет слово
сапоги
? —
υπόδημα
как с
(ново)греческого
переводится слово
υπόδημα
? — обувь, сапоги
#
(ново)греческий словарь
—
σόϊ
—
θηριόμορφος
—
φαγουρίζω
—
αγγάρευμα
—
γεροπαραξενιά
—
γογγυσμός
—
προσπελάζω
—
λευκαντικός
—
εξοβελίζω
—
ζευζεκιά
—
κόκκαλο
—
αρχειομαρξισμός
—
ετοιμόγεννη
—
αδιαβίβαστος
—
θαλασσοκράτειρα
—
ανώγι
—
αμοίραγος
—
μαύσωλείο
—
σκαλιστής
—
αυγατιστός
—
μονώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве