|
η 1) рапсодия; 2) песнь (в эпической поэме) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рапсодия? — ραψωδία как на (ново)греческом будет слово песнь? — ραψωδία как с (ново)греческого переводится слово ραψωδία? — рапсодия, песнь — προεδρείο — ποδοκνημικός — κατέχων — χρονικογράφος — ξέψυχος — αντιπληθωρισμός — γερόντιο — γεωργία — δημαρχώ — προσεδαφίζομαι — ανεπάρκεια — μακροχειρία — προσυπογράφω — στρέξιμο — καγκελλώνω — ξύομαι — ψευδόδεσμος — κωμωδιοποιός — δεκαέξι — παΐδι — κατάστρατα |
|||