|
το делимость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово делимость? — διαιρετό как с (ново)греческого переводится слово διαιρετό? — делимость — τεκμαρτός — δοσμένος — ελλειμμοτίας — Κρόνος — ξεπλήρωμα — παλμικώς — επιδίωξη — ανεμόστυλος — αποσκυβαλισμένος — άοπλος — ομπρελλάς — πρωτόζωα — αποδιαλεγούδι — πειθαρχείο — προβατύλα — πολικός — πολιτισμένος — αμφιετής — κατάδυση — αλανιάρης — δύση |
|||