|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ξεφτίδι? — — εισπνευστικός — στερφοπροβατίνα — κανονάρχημα — αντράκλα — καρδιογνώστρια — σοφός — πιθηκάνθρωπος — πετσετένιος — λεμοναδούλα — μαλάκα — απυρεξία — καλοριζικιά — πίπτω — λεαίνω — γιέν — απαράβατος — λιλά — τριτοετής — αμφαρίστερος — μέτρηση — αυτοβιογραικός |
|||