|
Бесповоротно #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αμετάκλητα? — — καταμηνύω — οροθετικότητα — χιονάτος — δοντοχτύπημα — δεψίνη — πίννα — χιλιάρικη — απροδιάθετος — σκαφτικός — πονεντομαΐστρος — διορθώτρια — αποπνιγμός — πέννα — μουσταρδιέρα — απόχυμα — λαγωνίκα — πορδή — περιάγω — μπιζέλι — σχολάζω — αναβραστός |
|||