|
выть, реветь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово выть? — ρυάζομαι как на (ново)греческом будет слово реветь? — ρυάζομαι как с (ново)греческого переводится слово ρυάζομαι? — выть, реветь — ανελευθέρωτος — κρεοηώλις — γυάλισμα — υπερόπτις — παλιογύναικο — Δώρα — επούρισμα — δεκαπενθημερία — απαρέμφατο — ατέλειωτος — ντύνω — σωματιστικός — επιβράβευση — υποβλάστης — φαρμακοκινητικός — αμφισβητήσιμος — ξεροβήχω — γναφέας — εμφορούμαι — αρθρογράφος — ασχημογυναίκα |
|||