|
неприбитый, неприколоченный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неприбитый? — ακάρφωτος как на (ново)греческом будет слово неприколоченный? — ακάρφωτος как с (ново)греческого переводится слово ακάρφωτος? — неприбитый, неприколоченный — καθίζηση — κουτσοπόδης — φλακιάζω — λουτρό — μηχανοθεραπεία — σημαδεύομαι — διαμείβομαι — φυσιογνωσία — συγγένεια — έκρυθμος — δύσληπτος — εγωλατρία — βύσσινόχρους — ωδίνω — πολυκτήμων — ολοκληρώνομαι — ψυχοπαίδι — μονοκοτολήδονος — ψυχαρούδα — αφιλομάθεια — κληρωτός |
|||