|
η замухрышка, заморыш (о женщине) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово замухрышка? — τσιμούχα как на (ново)греческом будет слово заморыш? — τσιμούχα как с (ново)греческого переводится слово τσιμούχα? — замухрышка, заморыш — αντίλογος — αταχτώ — ερήμαγμα — κάμωμα — ξηγιέμαι — μπαρμπέρης — ρητορικώς — χιλίαρχος — ινδοκάλαμος — δολιοφθορά — επιχαλκώνω — εκφαίνομαι — πλαστικότητα — αγγαρικό — ισορροπώ — συνεδριάζω — υδατοπέδιο — ιστολόγος — προανακριτικός — βρεφοκτονία — δέλτα |
|||