|
идти лагом к ветру #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово идти лагом к ветру? — πλαγιοδρομώ как с (ново)греческого переводится слово πλαγιοδρομώ? — идти лагом к ветру — υψηλό — καρκινοειδής — αμέτοχος — καύσος — επιμήθεια — ασχημομούρα — κρυσταλλοειδής — αδιάδοτος — ενεδρευτής — μουνάκιας — ανεξαρτησία — σελιδώνω — ενόστωση — μαγιασίλι — σερνικοθήλυκος — αποθηλάζω — πωλώ — ακετυλένιον — χειλεόφωνα — απομεινάρης — λιακός |
|||