|
маршальский; ~ή ράβδος — маршальский жезл #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово маршальский? — στραταρχικός как с (ново)греческого переводится слово στραταρχικός? — маршальский — πετροκοπιό — άβριστος — βουτσινάς — επιγλωττίδα — ζαβλακώνομαι — ταφόπετρα — ωοτόκα — Σαλονικιά — νεφρολιθίαση — αρχικώς — ανταλλακτήριος — γαλακτοφάγος — κόπια — παθητικότητα — λινός — δεξιός — γλαυκωπός — ριζό — διασαλευτής — πιναρός — πυραυλοκίνητος |
|||