|
η влюбчивость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово влюбчивость? — ερωτοληψία как с (ново)греческого переводится слово ερωτοληψία? — влюбчивость — άβαφος — περούκα — αλουπότρυπα — εγκαρδκοτικός — ισκιώνω — βράχνιασμα — κατσάδα — κουβαλώ — ρατσίστρια — ορθώνομαι — δαμασκηνάτο — καλλιεργώ — εκδήλως — κοινοβιότητα — αλογίκευτος — άγριος — πιθηκόμορφος — αποχύνω — μετόπωρον — φρυδάτος — στολισμός |
|||