|
ο свинья; === ο ~ τή λάσπη κυνηγά — погοв. свинья грязь найдёт; τού χοίρου τό μαλλί δέν γίνεται μετάξι — погов. [phrase]горбатого могила исправит[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово свинья? — χοίρος как с (ново)греческого переводится слово χοίρος? — свинья — ασυγύριστος — πριγκιπικός — πιδέξιος — σκληροκέφαλος — αζώτωση — προσεγγίζω — ριζοσπάστης — ξεμιστεύω — συναποθνήσκω — σπείρω — ανόχλητος — δανέζικος — συμπολίτισσα — γειτονοπούλα — κιοφτές — δυναμικός — χειμωνιάζω — αλάνης — διακομιδή — ρητινοσυλλέκτρια — χρονισμός |
|||