Новогреческий словарь




γλαύξ

γλαύξ
(-κός) η сова;

===
          κομίζει γλαύκα εις Αθήνας — [phrase]подумаешь, чем удивил, это давно известно [/phrase] (ср. русск. в Тулу со своим самоваром)


внешние ссылки озвучка | ru.wiktionary | el.wiktionary | en.wiktionary | greek-language.gr |



как на (ново)греческом будет слово сова? — γλαύξ
как с (ново)греческого переводится слово γλαύξ? — сова


#(ново)греческий словарьνυχιάζωωοθηκεκτομίαπροτιμώνταςμηχανήνεοπλατωνισμόςσυγκυρίαμικροκλέφτραάλεκτοςσεβαστόςεπιδίδομαιμελάνηιστιοδέτηςάπεπτοςβωλάκικτώμαιανάμιχτααρωματοποιείομυθογραφώαρειμάνιοςψευτοπερνώαποκρεμαστός


Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω