|
(-κός) η сова; === κομίζει γλαύκα εις Αθήνας — [phrase]подумаешь, чем удивил, это давно известно [/phrase] (ср. русск. в Тулу со своим самоваром) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сова? — γλαύξ как с (ново)греческого переводится слово γλαύξ? — сова — νεοαποικισμός — άλειωτος — αμοιβαίος — κυματομορφή — απέραντος — καθετηριασμός — διάκενο — κλαυτός — τρελλάρας — ξυλοτομία — κατοικοεδρεύω — ταμιακός — βάβουλας — κουκί — εκλογοδικείο — επιγράφω — υπερύψωση — μύτιλος — ονειροπόλος — ανθρωποθάλασσα — εμποροκαπετάνιος |
|||