|
табуретка #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σκαμπό? — — οντουλάρω — μαμουσάγκιον — τσαχπίνικα — πεζεβέγκης — εύκαιρος — ενήλικος — σαμποτέρ — εμπατή — αορτή — καμιναέριον — αναβιώνω — βαθρακοταντανίζομαι — πεσκαδούρος — αρνησίθεος — ασκανδάλιστος — χαιρετίζω — ψωμοτρώγω — ξενιτειά — συμβεβλημένος — αστυφύλαξ — γκιαούρ |
|||