|
лисий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лисий? — αλουπήσιος как с (ново)греческого переводится слово αλουπήσιος? — лисий — παλληκαρισμός — αφορισμένος — υπουρίδα — ένδον — λαοκρατία — τανύζω — εκκοπεύς — ασώματος — δενδροκαλλιέργεια — βουρδουλακιάζω — σελώνω — κόφτρα — λαχανάκι — επεξετάθην — θερμοδοχείον — κουλαντρίζω — αναποδιά — επαναθεώρηση — φευκτέος — γαλλίζω — γλωσσοκοπιά |
|||