|
η взмах косой, серпом [x:trans]взмах косой,взмах серпом[/x:trans] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово взмах косой? — δρεπανιά как на (ново)греческом будет слово взмах серпом? — δρεπανιά как с (ново)греческого переводится слово δρεπανιά? — взмах косой, взмах серпом — ακίνητος — παράγραφος — φεγγαράκι — υδροπνευματοθώραξ — μαλαματικό — εκατοχρονίτης — ελεγκτός — δεκαπλούς — λειτουργικός — χαρούπι — βενζινοπώλισσα — στυφάδα — συνορισιά — αλωπεκίαση — ελαχιστοποιούμαι — λειχηνόμορφος — διατοιχώ — ξαμπελώνω — παλιόπαιδο — στοφιδιάζω — γαλακτοποτώ |
|||