|
η тост; κάνω ~ — провозглашать тост; ανταλλάσσω ~όσεις — обмениваться тостами #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тост? — πρόποση как с (ново)греческого переводится слово πρόποση? — тост — θετός — αναγιγνώσκω — τοκάρω — ενθύμημα — ψυχομάχημα — ανέγγιαγος — λιβαδερό — φλυάρημα — ξεπαγώνω — δαιμονολόγος — φροντιστηριακά — διαθέρμανση — κουλαντρίζω — λουπινάρι — ψήν — καμαρίλλα — αβδελλιάζω — ζηλεύω — σοσιαλδημοκράτης — δουλευτάρης — ασυνάρτητος |
|||