|
1) административный; ~ή διαίρεση — административное деление; ~ή ικανότητα — административные способности; 2) командный; ~ή θέση — командная должность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово административный? — διοικητικός как на (ново)греческом будет слово командный? — διοικητικός как с (ново)греческого переводится слово διοικητικός? — административный, командный — αλανιάρης — κοριτσόπουλο — εξουσιοδότηση — νάξιος — αναθυμούμαι — επιγονατίδα — στρατόπεδο — καθαρότητα — εμφιλοχωρησία — αγγειακός — τηλέτυπο — νιτερέσο — νοσηλευτικός — στρύχνος — κρουσταλλοπηγή — γατιάζω — ηκροασάμην — ταριχευτικός — λογοδοσία — αποκομιδή — αμεροληψία |
|||