Новогреческий словарь
τυφλοπόντικο
τυφλοπόντικο
το 1)
крот
;
2) перен.
слепая курица
(о человеке)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
крот
? —
τυφλοπόντικο
как на
(ново)греческом
будет слово
слепая курица
? —
τυφλοπόντικο
как с
(ново)греческого
переводится слово
τυφλοπόντικο
? — крот, слепая курица
#
(ново)греческий словарь
—
ζυθόχορτο
—
απτέρωτος
—
κοινοτοπικός
—
παχομέτρης
—
στραγγούλα
—
ρινοφωνία
—
ξανανέωμα
—
μουντζουρώνω
—
πόσο
—
κόλαση
—
κοκόπαθος
—
εξακόσιοι
—
εφάπτομαι
—
ξυλοδεσιά
—
καταχαλάω
—
πέλαγο
—
έλος
—
κουνουποφάγος
—
καταβλητικός
—
τουρκόγύφτισσα
—
επανάληψη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω