|
το бухг. тж. перен. актив; ~ τής επιχείρησης — актив предприятия; έχω πολλά στό ~ μου — иметь много достоинств в своём активе #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово актив? — ενεργητικό как с (ново)греческого переводится слово ενεργητικό? — актив — ψυχοδραματικός — δυσμηνόρροια — αλοπεριδόλη — γούνα — πραγμάτωση — αποκλαίγω — ζήση — ξαναδίδω — σιδηρωρυχείο — σφίγξ — φιγουρατζίδικο — σφαγμός — χαλύβδωση — εκθεσμος — γλυκοκοιμούμαι — προηγούμαι — ελιοτριρόπετρα — παραλαβαίνω — καντηλιέρι — σφυροπέλεκυς — ώχ! |
|||