Новогреческий словарь
αμέσως
αμέσως
тут же, сразу
(же);
τώρα ~ — [phrase]сию же минуту[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
тут же
? —
αμέσως
как на
(ново)греческом
будет слово
сразу
? —
αμέσως
как с
(ново)греческого
переводится слово
αμέσως
? — тут же, сразу
#
(ново)греческий словарь
—
βαθύπλουτος
—
ζωγράφισμα
—
μαυροφρρύδα
—
τρυγώ
—
ιεροτελεστία
—
γυναίκειο
—
ελεφαντόδετος
—
περιγέλαστος
—
λιανοκάμωτος
—
γαλαρόμαντρα
—
φάνταγμα
—
καταπτύω
—
τελίτσα
—
αργυρόπαγος
—
κονιορτός
—
χιαστός
—
αρρενογονικός
—
ξανοστεύω
—
εξυπηρετώ
—
στερεογραφία
—
διαπυνθάνομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,