|
το сидение верхом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сидение верхом? — καβαλλίκευμα как с (ново)греческого переводится слово καβαλλίκευμα? — сидение верхом — μαρινάτος — ορχήστρα — διπλωμάτης — φωτοστεφανωμένος — περπατώ — ιδιοκτησιακός — φθινοπωρινός — αιωρίζομαι — τρυπανίζω — γλιτζιάζω — λειωμα — χάμουρα — κουβαρομαζεύομαι — μετεωρολογώ — κυβεία — εφημεριοκός — ηλειακός — λαμπρά — λιώμα — λουτρολογία — |
|||