|
η 1. хромота; 2. : ~ ~ — а) прихрамывая; б) еле-еле, кое-как; ~ στραβά — как-нибудь; кое-как #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хромота? — κούτσα как с (ново)греческого переводится слово κούτσα? — хромота — απεσταγμένος — τζαμαρία — αποψύχω — ηλιόβαρος — τρανεύω — διλεττάντης — παππουδίστικος — βυνοποιία — απρόφταστος — επενδύω — σπεσιαλιτέ — συστρατιώτης — ξαντεριάζω — πυροβολάρχης — αναγεννήτρα — διαγκώνιση — αναμφίβολα — ενθουσιάζομαι — περιποιέμαι — σπιουνιά — καλλι- |
|||