Новогреческий словарь
κούτσα
κούτσα
η 1.
хромота
;
2. :
~ ~ — а) прихрамывая; б) еле-еле, кое-как
;
~ στραβά — как-нибудь; кое-как
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
хромота
? —
κούτσα
как с
(ново)греческого
переводится слово
κούτσα
? — хромота
#
(ново)греческий словарь
—
γαλατούσα
—
ζαχαρωμένος
—
αφεντάτο
—
σωληνώνω
—
διαμαρτυρημένος
—
βούτα
—
σωστά
—
ακραξόνιο
—
δικαιωματικός
—
βεβηλώνομαι
—
κιτρινάδι
—
πλυντήριο
—
εξονυχιστικός
—
πρωτάρχισμα
—
γνωρίζω
—
αιτία
—
βαμβακένιος
—
Μαροκινή
—
Ιταλιάνος
—
οπισθοχώρηση
—
ξεφαντώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω