Новогреческий словарь
κούτσα
κούτσα
η 1.
хромота
;
2. :
~ ~ — а) прихрамывая; б) еле-еле, кое-как
;
~ στραβά — как-нибудь; кое-как
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
хромота
? —
κούτσα
как с
(ново)греческого
переводится слово
κούτσα
? — хромота
#
(ново)греческий словарь
—
ξεροτηγάνισμα
—
αγκύλι
—
διέγνωσα
—
ψυχρόμετρο
—
εισπνεόμενο
—
διατείχισμα
—
σκληρά
—
καμαροφρύδης
—
αλαλία
—
γλυκοπύρηνος
—
στρογγυλοποίηση
—
ασημαντότητα
—
αυτοπροωθούμενος
—
μεσοδρομής
—
θερμαντικότητα
—
ελατότης
—
ξεντροπιάζω
—
όρκιση
—
φυσικοχημικός
—
πυοδερμίτιδα
—
αντιπυροβολείο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве