Новогреческий словарь
ωόπλασμα
ωόπλασμα
το
тело яйцеклетки
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
тело яйцеклетки
? —
ωόπλασμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
ωόπλασμα
? — тело яйцеклетки
#
(ново)греческий словарь
—
πέστροφα
—
αποστραβώνω
—
μαρξιστικο-λενινιστικός
—
αχορτάριαστος
—
ηδονόχαρος
—
σπέρμα
—
κατακυρώνω
—
ανωνυμογραφώ
—
σηκωτός
—
ευκατάσβεστος
—
προσοικενώνομαι
—
ευπατρίδης
—
μικροφαράδιο
—
παραβαρώ
—
ανάγομαι
—
λάσπη
—
λουκούμι
—
κατάβρεξη
—
ασεβης
—
αεροπορικός
—
κεντροαριστερός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве