|
корона #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово корона? — στέμμα как с (ново)греческого переводится слово στέμμα? — корона — πανάγιος — ξυλοσκεπή — ανεπανόρθωτος — κατάπληχτος — ενέργεια — αντιτετανικός — εξοδεύσιμος — αλετρεύω — αναθρεπτήρας — κρουστός — βάναυσος — τάσι — σιλανσέρ — ουροποιητικός — επεισοδιακός — γιορταστικός — περιστροφικός — τόννος — ωογόνο — ασυμπάθιστος — λιθόκτιστος |
|||