|
гордиться, кичиться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гордиться? — εγκαλλωπίζομαι как на (ново)греческом будет слово кичиться? — εγκαλλωπίζομαι как с (ново)греческого переводится слово εγκαλλωπίζομαι? — гордиться, кичиться — απογένομαι — ωοσκοπία — συννεφιά — μεγαλόκαρδος — δεμοτοποιός — σωληνωτός — πομφόλυξ — ασκεπής — γκεργκέφι — ηθικολογικά — χρησμολογία — βροχάρα — φθειρικός — σπρώχνω — μάκρος — ζωοκτόνος — μπαταρία — καρπικά — αισθαντικά — κυρίευση — χώνεμα |
|||