|
η расширение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово расширение? — εκπλάτυνση как с (ново)греческого переводится слово εκπλάτυνση? — расширение — βήλα — ξελιγουριάζομαι — αμφισβητούμενος — διασκευή — ξάι — πεζοναυτικός — γερακάτος — δεξίωση — δήμος — καζάκα — παρεπίτροπος — επιτιμώ — ποδηλατάς — ανεκδοτικός — θυσιαστήριο — εργοδότις — μεταβολίζω — ταξιδεύω — καλανάρχημα — αδιακύβευτος — μολεύω |
|||