|
ο унавоживание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово унавоживание? — κοπρισμός как с (ново)греческого переводится слово κοπρισμός? — унавоживание — γόμος — σμαραγδόχρους — ληστεία — χλόασμα — αναστυλώνω — παραφροσύνη — αυλακίζω — καθήκης — απογέρασμα — μπάφρα — μουστάκιας — ηφαιστειολόγος — νεκροσυλία — αλόφωτος — χαρτογιακάς — λαπαροτομία — κολασμένα — σημερινός — χιονορραγία — κάρβουνο — αμφοτερίζω |
|||