|
το духота (в жаркий облачный день) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово духота? — νεφόκαμα как с (ново)греческого переводится слово νεφόκαμα? — духота — οφθαλμαπάτη — αποκοιμιούμαι — ανάλειωμα — ευδιαλυτότητα — μετακομιστικός — ψάχαλο — αιμομίκτρια — ιστολόγος — αυθορμησία — καβουρόψυχα — παρτίδα — φραγκολεβαντίνος — παπιόν — επανωτός — αγοράζομαι — Αργεντινέζα — αμμιά — αντερί — Θεομακάριστος — καλόγνωμος — αναρρωηκός |
|||