|
клевать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово клевать? — ραμφίζω как с (ново)греческого переводится слово ραμφίζω? — клевать — τρυγώ — αλπινικός — γονυκλυσία — αμυγδαλόψιχα — αυτομαγνήτισμός — ινδικός — κίτρινος — βαρεμάρα — γονιμοποιός — δάγκαμα — αρσανάς — υποχθονίως — καπνομάγαζο — παράφορος — μεταβολικός — λιρέττα — μορφωτικός — προεσκεμμένος — γοργογιάνι — ξεπαραδιασμένος — προσπορισμός |
|||