|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κλινικά? — — στρογγυλοπρόσωπη — αφιονισμένος — προϊδεαστικά — ελαφρόπιστος — εξωπροίκια — λυπούμαι — απωμάτιστος — μοσχολιβανίζω — απογραφέας — αστυφιά — φραγγέλιο — δυσφημιστικός — αεροβόλισις — αδιακήρυκτος — επτακοσιετηρίδα — χαλυβόχρους — διακόσιοι — λά — μαζεμένος — οφθαλμοφανώς — επιτάχυνση |
|||