Новогреческий словарь
πνευματιστικός
πνευματιστικός
спиритический
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
спиритический
? —
πνευματιστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
πνευματιστικός
? — спиритический
#
(ново)греческий словарь
—
παγερότητα
—
ψυχοπαθολογία
—
αβαντσάρω
—
τηλοψία
—
Βούργαρος
—
μπαρμπαλιάς
—
δουλοπαροικία
—
μπακαλιαράκι
—
απειρώνυμος
—
πεινώ
—
θρυλούνται
—
τρίγωνος
—
γύρεψη
—
ισχύω
—
ανθοκάνιστρο
—
δράττομαι
—
τσιλημπούρδισμα
—
αυτοσυγκράτηση
—
ταπετσάρισμα
—
ένσημος
—
λαστιχένιος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве