|
спиритический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спиритический? — πνευματιστικός как с (ново)греческого переводится слово πνευματιστικός? — спиритический — εδώδιμα — βλάβη — ολόλαμπρος — τζαμπατζίδισσα — μαγνησία — κακκάβη — συναρμογή — σιδεράς — νατουρμόρτ — φύσιγξ — αρχηγεύω — διαβατήριος — αποπίσω — λυχναράκι — φονικό — Σίβυλλα — αθυρματοπωλείο — αρβυλοποιός — φιστικής — κυνικώς — ρήσος |
|||