|
холестериновый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово холестериновый? — χολοστεαρικός как с (ново)греческого переводится слово χολοστεαρικός? — холестериновый — κάπνισμα — περιώμιο — αναψυχή — ψυχιατρείο — ανέζευξα — καρτέλλα — αλούπι — δενδροτόμηση — κοκκινομανίταρο — επιπεδομετρικός — μετρό — ασυνήθιστος — αναίσχυντα — διασπορέας — ψαροδόλι — βωλοδέρνομαι — χαλικοθηρίο — μπατσάκι — δόμινο — φουσκωμένος — υπερχειλής |
|||