|
Платок, носовой платок #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μαντίλι? — — λεπτολόγος — αδαμαντίνη — ετυμολογικά — φελλός — κουλαντρίζω — εγκατοπτρίζομαι — βάση — κελαϊδισμός — υλικός — κουρευτικός — αντιρρησίας — πετροκέρασο — δωδεκαδάκτυλος — τοπίο — φρίκιασμα — Πετρούπολη — φάουσα — ανερράγην — δασκαλίτσα — σαμποτέρ — απροσφώνητος |
|||