|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σταματημένος? — — προσαυξάνω — ευφημιστικός — ζίγκ-ζάγκ — τόκα — αλείβω — ξανθοτρίχης — μύλα — οίστρος — θαλερός — ανατίναξη — εξευρετικός — απειλητικός — στάλα — σκοτοδινίασις — υπνωτισμός — δίαρχία — νησίδιο — βαδίζω — διατρύπησις — τέντζερες — όζος |
|||