|
малярийный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово малярийный? — ελειογενής как с (ново)греческого переводится слово ελειογενής? — малярийный — διεγέρτης — φουσκοδεντριά — κατωτέρω — πρωταρχινώ — ταγός — Ρουμάνα — ωκεανοπλοϊκός — αλογοτάκια — σύμμειξη — μικροκλοπή — αναρροφητικά — αραβοσιτόψωμο — άρραβος — στοιχειώνω — αεραέριο — διφθεροπώλης — βροχόπιασμα — αλεπότρυπα — σύντομος — διανεμητής — μόχθος |
|||